μεροδουλευτής

μεροδουλευτής
ο [μεροδουλεύω]
μεροκαματιάρης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μεροδουλευτής — ο ο εργάτης που αμείβεται με ημερομίσθιο, ο μεροκαματιάρης: Ήταν μεροδουλευτής αλλά δε στέρησε τίποτε από την οικογένειά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεροδουλιάρης — ο μεροδουλευτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεροδούλι + κατάλ. ιάρης (πρβλ. μεροκαματ ιάρης)] …   Dictionary of Greek

  • μεροκαματιάρης — ο θηλ. ισσα ο εργάτης που παίρνει μεροκάματο, ο μεροδουλευτής: Νοίκιασα το δωμάτιο σ’ ένα μεροκαματιάρη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”